- ἐξόμορξις
- ἐξόμορξιςwiping offfem nom sgἐξομόρξιςfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξόμορξις — ἐξόμορξις, η (AM) [εξομόργνυμι] 1. σκούπισμα 2. αποτύπωση, απεικόνιση … Dictionary of Greek
ἐξομόρξηι — ἐξόμορξις wiping off fem dat sg (epic) ἐξομόρξις fem dat sg (epic) ἐξομόρξῃ , ἐξομόργνυμι wipe off from aor subj mid 2nd sg ἐξομόρξῃ , ἐξομόργνυμι wipe off from aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξόμορξιν — ἐξόμορξις wiping off fem acc sg ἐξομόρξις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξομόρξεως — ἐξομόρξεω̆ς , ἐξόμορξις wiping off fem gen sg (attic) ἐξομόρξεω̆ς , ἐξομόρξις fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)